ειδωλοσκόπιο

ειδωλοσκόπιο
το
συσκευή από αδιαφανή σωλήνα με κάτοπτρα μέσα του σε τέτοια διάταξη, ώστε μικρά έγχρωμα ασύμμετρα αντικείμενα τοποθετημένα μέσα στο σωλήνα να δημιουργούν συμμετρικά σχήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ειδωλοσκόπιο — το συσκευή από κάτοπτρα που σχηματίζει πέντε είδωλα κάποιου αντικειμένου που είναι συμμετρικά διατεταγμένα, καλειδοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”